προγραμματικός

προγραμματικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο πρόγραμμα: Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προγραμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόγραμμα ή αυτός που γίνεται με βάση ένα πρόγραμμα («προγραμματικές δηλώσεις τής κυβέρνησης») φρ. 2. «προγραμματική μουσική» μουσ. κάθε σύνθεση με περιγραφικό ή διηγηματικό χαρακτήρα, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”